- κόλυμβος
- (Colymbus). Γένος μεμβρανοπόδων πτηνών της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των γαβιομόρφων. Τα πουλιά αυτά, γνωστά ως κολίμπριβουταναριές, είναι επιδέξιοι βουτηχτές και κολυμπούν με ευκολία στο νερό, ακόμα και κάτω από την επιφάνειά του. Στην ξηρά μετακινούνται με μεγάλη δυσκολία, επειδή τα πόδια τους είναι κοντά και τοποθετημένα αρκετά προς τα πίσω σε σχέση με τον κορμό. Κατά την εποχή της αναπαραγωγής, οι κ. συχνάζουν σχεδόν αποκλειστικά στις όχθες των ελών, ενώ τις υπόλοιπες εποχές του έτους παραμένουν κοντά στις θαλάσσιες ακτές, όπου βρίσκουν την τροφή τους, η οποία αποτελείται κυρίως από ψάρια.
Το πιο γνωστό είδος είναι το μεγάλο κολίμπρι, το οποίο από την άνοιξη μέχρι το φθινόπωρο ζει στη βορειοδυτική Ευρώπη, στην Ισλανδία, στη Γροιλανδία και στις αρκτικές περιοχές της Βόρειας Αμερικής. Με τα πρώτα κρύα μεταναστεύει στον νότο, για να περάσει τον χειμώνα, φτάνοντας συχνά μέχρι τις ακτές της Μεσογείου και του Μεξικού. Το φτέρωμα των πουλιών αυτών –των οποίων το μήκος φτάνει τα 80 εκ. – είναι το ίδιο και στα δύο φύλα. Πλούσιο σε κηλίδες, ζώνες και ανταύγειες κατά το καλοκαίρι, γίνεται λιγότερο εντυπωσιακό τους χειμερινούς μήνες. Ο κ. ο μικρός έχει μήκος περίπου 60 εκ. Το είδος αυτό αναπαράγεται στις περιοχές γύρω από τους πόλους και ξεχειμωνιάζει στις παράκτιες περιοχές της Μεσογείου και της Κασπίας. Ζει κατά αγέλες περισσότερο από τα άλλα είδη. Ο κιτρινόραμφος κ. είναι ο πιο μεγαλόσωμος αντιπρόσωπος των γαβιομόρφων, φτάνοντας σε μήκος τα 88 εκ. Το πουλί αυτό κλωσά τα αβγά του στις αρκτικές περιοχές της Ευρώπης, της Ασίας και της Αμερικής. Ο κ. ο αρκτικός δεν ξεπερνά τα 70 εκ.· τον χειμώνα εμφανίζεται πολύ συχνά σε λίμνες και σε βάλτους, πέρα από τις ακτές της νότιας Ευρώπης.
Ο κόλυμβος ο αρκτικός (Colymbus arcticus), με το χειμωνιάτικο φτέρωμά του.
Ο κόλυμβος ο αρκτικός (Colymbus arcticus), με το θερινό φτέρωμά του.
* * *ο (AM κόλυμβος)το πτηνό κολυμβίς*αρχ.-μσν.κολύμβηση, κολύμπι («ἡ λίμνη... ἀγχιβαθής..., ὥστε μή δεῖν κολύμβου», Παυσ.)μσν.δεξαμενήαρχ.λουτρό.[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα *kol- τής ΙΕ ρίζας *kel- «σκοτεινός, μαύρος» (πρβλ. κελαινός) και συνδέεται πιθ. με το λατ. columba «περιστέρι». Και οι δύο γλώσσες εμφανίζουν παρέκταση -umb-, τής οποίας η αναγωγή σε ΙΕ *-on-b(h)- δεν ερμηνεύει ικανοποιητικά το ελλ. -υ-.ΠΑΡ. κολυμβώ, κολυμβάς / -πάδααρχ.κολύμβαινα, κολυμβίς.ΣΥΝΘ. αρχ. ακόλυμβος, εὐκόλυμβος, πολυκόλυμβος].
Dictionary of Greek. 2013.